Διαταραχή πανικού και εγκυμοσύνη

Η θεραπεία της διαταραχής πανικού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης παρουσιάζει αυξημένες απαιτήσεις και για την ασθενή και για τον θεραπευτή. Τέσσερις είναι οι λόγοι για την ιδιαιτερότητα της θεραπείας της διαταραχής πανικού κατά την περίοδο της κύησης:

      1. Η έντονη αγωνία της ασθενούς στην πιθανότητα της χρήσης ψυχοτρόπων φαρμάκων εκείνο το διάστημα.
      2. Ο φόβος της μέλλουσας μητέρας για τις συνέπειες των πιθανών κρίσεων πανικού στην ανάπτυξη του εμβρύου.
      3. Οι ψυχολογικές συνέπειες των ορμονικών αλλαγών και της αύξησης του βάρους της εγκύου.
      4. Η αγωνία της για την πιθανότητα επιλοχίας κατάθλιψης και υποτροπής της διαταραχής πανικού.

Ο πρώτος λόγος οφείλεται στην αυξημένη αίσθηση ευθύνης που χαρακτηρίζει τη μέλλουσα μητέρα για το παιδί που θα φέρει στον κόσμο. Μολονότι η χρήση ψυχοτρόπων φαρμάκων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ασφαλής και επιτρεπτή, οι περισσότερες γυναίκες που υποφέρουν από διαταραχή πανικού τρομοκρατούνται στην ιδέα ότι μπορεί να χρειαστούν ψυχότροπα φάρμακα για να ελέγξουν τα συμπτώματα της κρίσης πανικού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Ωστόσο, αυτή η επιφυλακτικότητα δεν αποδίδεται στην αγωνία της γυναίκας για την πιθανή εξάρτησή της από αυτά ή στη φθορά της αυτοπεποίθησης ή της κοινωνικής της εικόνας. Πηγάζει περισσότερο εκείνο το διάστημα από την ψυχολογική της προετοιμασία να γίνει υπεύθυνη μητέρα που δεν θα πράξει ενάντια στο συμφέρον της υγείας του παιδιού που μεγαλώνει μέσα της.

Ο δεύτερος λόγος αναδεικνύεται σε ισχυρό παράγοντα άγχους αμέσως μετά τα νέα της εγκυμοσύνης και αποδίδεται στην μεγαλύτερη ευαισθησία των γυναικών στην αυτοκριτική την περίοδο της κύησης. Ανησυχούν ότι, αν δεν τα καταφέρουν να αποφύγουν τις κρίσεις πανικού, δεν θα ταλαιπωρηθούν μόνο οι ίδιες όπως παλαιότερα. Φοβούνται τώρα περισσότερο επειδή σκέφτονται ότι είναι πιθανό να βλάψουν την υγεία του παιδιού τους εξαιτίας της δικής τους αδυναμίας να νικήσουν τον πανικό.

Ο τρίτος λόγος αφορά στις ορμονικές αλλαγές που θα συμβούν σε όλη τη διάρκεια της κύησης και στην προϊούσα αίσθηση δυσφορίας λόγω της αύξησης του βάρους της γυναίκας, ιδιαίτερα κατά τους τελευταίους δύο μήνες πριν από τη γέννα. Οι ορμονικές αλλαγές που θα συμβούν, σε συνδυασμό με την αίσθηση δυσφορίας και δυσκινησίας λόγω της αύξησης του βάρους της εγκύου και ο περιορισμός της κινητικότητας τον οποίο επιφέρουν είναι πιθανό να διευκολύνουν το βίωμα αισθήσεων οι οποίες μοιάζουν με εκείνες της επερχόμενης κρίσης πανικού. Ακόμα μεγαλύτερη είναι αυτή η πιθανότητα, αν η γυναίκα είχε διαγνωσθεί με αγοραφοβία μαζί με τη διαταραχή πανικού: η μείωση της κινητικότητας κατά τους τελευταίους μήνες μπορεί να θυμίσει στη γυναίκα την απώλεια της ελευθερίας της κινητικότητας κατά την οξεία αγοραφοβική περίοδο.

Ο τέταρτος λόγος οφείλεται στη γενικότερη ανησυχία της γυναίκας για την ψυχική της υγεία και στην ενημέρωση που μπορεί να είχε κατά καιρούς για την πιθανότητα επιλόχιας κατάθλιψης σε πολλές άλλες μητέρες. Σκέφτεται ότι, ακόμα κι αν τα καταφέρει να αντιμετωπίσει τον πανικό κατά την εγκυμοσύνη, είναι πολύ πιθανό να πάθει κατάθλιψη αμέσως αφού φέρει στο κόσμο το παιδί της. Νιώθει ότι δεν έχει τρόπο να ξέρει αν θα είναι καλά και μετά την γέννα. Η αγωνία για την πιθανότητα επιλόχιας κατάθλιψης δυσκολεύει την προσπάθειά της να μείνει εκτός κρίσεων πανικού κατά την εγκυμοσύνη: αντί να νιώθει τη γέννα σαν το χρονικό σημείο κατά το οποίο η αγωνία της τελειώνει, νιώθει τη γέννα σαν την στιγμή κατά την οποία μια αγωνία δίνει τη θέση της σε μια νέα και ίσως περισσότερο δυσοίωνη.

Οι τέσσερις παραπάνω λόγοι καθιστούν μεγάλης αξίας την επίτευξη του θεραπευτικού στόχου να εκκεντρισθεί εγκαίρως η καθημερινή ψυχική λειτουργία της εγκύου έξω από τον πλαίσιο αναμονής της κρίσης πανικού . Επιπλέον, η επίτευξη αυτού του στόχου κομίζει ανυπολόγιστο όφελος αν συνοδευτεί από την εισαγωγή στη συνείδησή τής της βάσιμης ελπίδας ότι, εκτός από το να τα καταφέρει να φτάσει στο μαιευτήριο με ασφάλεια, μπορεί επιπλέον να επιστρέψει στην οικογένειά της με ασφάλεια, χωρίς να είναι απαραίτητο ότι θα πάθει επιλόχια κατάθλιψη. Επομένως, στην αντιμετώπιση της διαταραχής πανικού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι περισσότερο χρήσιμες από ότι σε άλλες περιπτώσεις δύο προϋποθέσεις:

      1. Η ενεργός συμμετοχή του συζύγου ή του οικείου περιβάλλοντος στη προσπάθεια που κάνει η ασθενής.
      2. Η καλή συνεργασία του θεραπευτή με τον γυναικολόγο και τον ψυχίατρο.

Είναι καθοριστική για το αποτέλεσμα της προσπάθειας η δημιουργία ενός πλαισίου ασφάλειας που θα χαρακτηρίζεται από την καλή, σύμφωνη και φανερή συνεργασία όλων των προσώπων, οικείων και επιστημονικών, των οποίων η συμπεριφορά μπορεί να επηρεάσει τη διακύμανση της συναισθηματικής ζωής της εγκύου. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο ασφάλειας είναι δυνατή για την ασθενή η προσπέλαση της περιόδου της κύησης χωρίς:

      1. Κρίσεις πανικού
      2. Αναμονή για κρίσεις πανικού
      3. Υπερβολική αγωνία για το τι θα συμβεί αν, παρά την προσπάθεια, υπάρξει μία κρίση πανικού.
      4. Τη σιωπηλή αγωνία για επιλόχια ψυχοπαθολογία.

Μέσα από την παραπάνω κατανόηση, το διάστημα 2012 - 2013 τέσσερις γυναίκες με διαταραχή πανικού που παρακολουθούσαν συνεδρίες στο Κέντρο Αντιμετώπισης Πανικού και Αγοραφοβίας έφεραν στο κόσμο το παιδί τους. Υπήρξε μία μόνο κρίση πανικού σε μία μόνο μητέρα τον έκτο μήνα. Καμία δεν χρησιμοποίησε ψυχότροπα φάρμακα. Μάλιστα πριν λίγες μέρες έλαβα και ευχαριστήριο μήνυμα από μια μαμά επ' ευκαιρία των πρώτων γενεθλίων του παιδιού της. Καμία δεν έπαθε επιλόχια κατάθλιψη. Όλες οι μαμάδες είναι εκτός ψυχοθεραπείας τώρα.

Περικλής Α. Γκουντόπουλος Ph.D
Ψυχολόγος